πιττάκιον

πιττάκιον
το, ΝΜΑ, και πιτάκιον Α
1. ονομασία τής προορισμένης για γραφή πινακίδας, πινάκιο, δελτάριο
2. (στο Βυζάντιο) πινάκια κατάλληλα για γραφή τα οποία υπήρχαν στις υπηρεσίες τού παλατιού τής Κωνσταντινούπολης, στα οποία οι πολίτες τής πρωτεύουσας ή τών επαρχιών είχαν το δικαίωμα να τοποθετούν τις αναφορές τους για διάφορα θέματα προς τον αυτοκράτορα, ο οποίος, αφού ενημερωνόταν από τις υπηρεσίες τού παλατιού κατά περίπτωση, έδινε τη δέουσα απάντηση στα αιτήματα ή στις καταγγελίες
3. εκκλ. πατριαρχική ή και απλή αρχιερατική επιστολή η οποία αναφερόταν στην οποιαδήποτε μεταβολή τής κατάστασης τών κληρικών, όπως λ.χ. προαγωγή, διάκριση, τιμωρία
μσν.-αρχ.
1. επιγραφή, ετικέτα
2. υποσχετικό έγγραφο
αρχ.
1. γραπτό μήνυμα («γράψας βραχὺ πιττάκιον καὶ σφραγισάμενος», Πολ.)
2. διαβατήριο
3. χρεωστικό γραμμάτιο, ομόλογο
4. λογιστικό βιβλίο, κατάστιχο
5. αναθηματική πινακίδα, τάμα
6. κατάλογος τών μελών μιας εταιρείας
7. (κατ' επέκτ.) εταιρεία
8. δερμάτινη λωρίδα που χρησιμοποιούνταν ως έμπλαστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αξιοσημείωτη είναι η διατήρηση τών -ττ- αντί για -σσ- στην Ελληνική Κοινή. Τόσο, όμως, η σύνδεση με τη λ. πίσσα όσο και η υπόθεση ότι πρόκειται για θρακικό δάνειο δεν θεωρούνται πιθανές. Εξάλλου, η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. πίσυγγος «σκυτοτόμος, υποδηματοποιός», η οποία στηρίζεται στη σημασία τής λατ. δάνειας λ. pittacium «λωρίδα δέρματος», φαίνεται μάλλον αμφίβολη. Τέλος, το λεσβ. ανθρωπωνύμιο Πιττακός δεν διευκολύνει την ετυμολόγηση τής λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πιττάκιον — tablet for writing on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιττακίοις — πιττάκιον tablet for writing on neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιττακίου — πιττάκιον tablet for writing on neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιττακίων — πιττάκιον tablet for writing on neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιττακίῳ — πιττάκιον tablet for writing on neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιττάκια — πιττάκιον tablet for writing on neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PITTACIUM — Graece πιττάκιον, πίτταξ, index vel titulus pice illitus, ut affigi possit et applicari: cuiusmodi amphoris et doliis olim affigi mos, vini patriam et aetatem indicantia, uti diximus suô locô. Etiam indices libris adfixi, qui nomen Auctoris… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πιττακίδιον — τὸ, Α [πιττάκιον] υποκορ. τού πιττάκιον …   Dictionary of Greek

  • питак — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (πιττάκιον) ярлык; надпись …   Словарь церковнославянского языка

  • pedazo — (Del lat. pittacium < gr. pittakion, trozo de cuero.) ► sustantivo masculino 1 Parte de una cosa separada del todo: ■ quiero un pedazo de pan; he encontrado un pedazo de cristal en elsuelo. SINÓNIMO trozo porción FRASEOLOGÍA pedazo de… …   Enciclopedia Universal

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”